-
1 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
2 употребление
η χρήση, η χρησιμοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > употребление
-
3 употребление
употреб||лениес ἡ χοησιμοποίηση [-ις]:выйти из \употреблениеления ἀχρηστεύομαι, γίνομαι ἄχρηστος· для наружного \употреблениеления γιά ἐξωτερική χρήση.